ὑδροσέλινον
English (LSJ)
τό, = ἑλειοσέλινον, Ps.-Dsc. 3.64.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροσέλῑνον: τό, = ἐλειοσέλινον, Διοσκ. 3. 75.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
σέλινο που φυτρώνει στο νερό, νεροσέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + σέλινον.
τό, = ἑλειοσέλινον, Ps.-Dsc. 3.64.
ὑδροσέλῑνον: τό, = ἐλειοσέλινον, Διοσκ. 3. 75.
τὸ, ΜΑ
σέλινο που φυτρώνει στο νερό, νεροσέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + σέλινον.