ὑλία

German (Pape)

[Seite 1177] ἡ, die Schuhsohle, Hesych., wahrscheinlich von Holz, lat. solea.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλία: ἡ, τὸ πέλμα ὑποδήματος, Λατ. solea, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. πέλμα χονδρού υποδήματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς καρπατίνους τόμους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solea «υπόδημα»].