ὑληουργός

English (LSJ)

[ῡ], όν, poet. for ὑλουργός, A.R.2.80.

German (Pape)

[Seite 1177] = ὑλουργός, Ap. Rh. 2, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληουργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ ὑλουργός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.

Greek Monolingual

-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. υλουργός.