ὑμέες

English (LSJ)

ὑμεῖς, etc., v. σύ.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμέες: ὑμεῖς, κτλ., ἴδε σύ.

Greek Monotonic

ὑμέες: ὑμεῖς, ονομ. πληθ. του σύ.

German (Pape)

ion. = ὑμεῖς.