ὑμνήτειρα
German (Pape)
[Seite 1178] ἡ, fem. zu ὑμνητήρ, γλῶσσα Greg. Naz. ep. (VIII, 35).
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. ὑμνητήρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνήτειρα: adj. f славословящая (γλῶσσα Anth.).
[Seite 1178] ἡ, fem. zu ὑμνητήρ, γλῶσσα Greg. Naz. ep. (VIII, 35).
ἡ, Α
βλ. ὑμνητήρ.
ὑμνήτειρα: adj. f славословящая (γλῶσσα Anth.).