ὑμνίωμες

English (LSJ)

v. ὑμνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνίωμες: ἴδε ὑμνέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνίωμες: лак. Arph. (= ὑμνέωμεν) 1 л. pl. conjct. к ὑμνέω.