ὑμνητέον

English (LSJ)

one must celebrate, Luc.Dem.Enc.19: c. dupl. acc., one must glorify as, Pl.Epin.983e, cf. Dam.Pr.2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὑμνέω, δεῖ ὑμνεῖν, Πλάτ. Ἐπινομ. 983Ε, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 19.

Greek Monotonic

ὑμνητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εξυμνηθεί, σε Πλάτ., Λουκ.