ὑπήσω, Ion. for ὑφίημι (q.v.).
[Seite 1206] ion. = ὑφίημι.
ion. c. ὑφίημι.
ὑπίημι: ион. = ὑφίημι.
ὑπίημι: ὑπήσω, Ἰων. ἀντὶ ὑφ-, Ἡρόδ.
Αβλ. υφίημι.
ὑπίημι: Ιων. αντί ὑφ-ίημι.