ὑπαναχώρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, gradual retirement, D.H.3.19 (pl.), Sor.1.68 (pl.), Hld.1.19.

German (Pape)

[Seite 1182] ἡ, das allmälige od. heimliche Zurückgehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναχώρησις: -εως, ἡ, ἡ κατ᾿ ὀλίγον γινομένη ὑποχώρησις, ἢ ἀποχώρησις, Διον. Ἁλ. 3. 19.