ὑπεκκλέπτω

English (LSJ)

carry off secretly, J.AJ14.11.6, Opp.H.4.48:—Pass., χρήματα ὑπεκκλαπέντα Plu.Them.25.

German (Pape)

[Seite 1186] heimlich entwenden u. herausschaffen, ὑπεκκλαπέντα χρήματα Plut. Them. 25.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Pass. ὑπεκκλαπείς;
voler secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλέπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκλέπτω: тайком похищать: τῶν χρημάτων ὑπεκκλαπέντα Plut. похищенная часть денег.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκλέπτω: ἐκκλέπτω κρυφίως, Ὀππ. Ἁλ. 4. 48, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 11, 6· ― Παθ., ὑπεκκλαπέντα χρήματα Πλουτ. Θεμιστ. 25.

Greek Monolingual

Α
κλέβω κρυφά και αθόρυβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλέπτω «κλέβω κρυφά»].