ὑπερέπτα

English (LSJ)

v. ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερέπτα: ἴδε ὑπερπέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερέπτα: γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. βʹ του ὑπερπέτομαι.