ὑπερεύρεμα

English (LSJ)

-ατος, τό, additional cost on accepting a new tender, IG7.3073.2 (Lebad., ii B. C.), BCH20.323 (ibid.).

Greek Monolingual

-έματος, τὸ, Α ὑπερευρίσκω
ποσό πλειοδοσίας σε προσφορές.