ὑπερκεράω
English (LSJ)
(κέρας v. 3) outflank, τοὺς πολεμίους Plb.11.23.5, cf. Plu.Brut.41, Onos.21.1, etc.: metaph., stretch beyond, ἡ ἤπειρος ὑ. Peripl.M.Rubr.38; ὑ. ὕδωρ τῆς ἀντλίας Sch.Ar.Pax17.
German (Pape)
[Seite 1197] überflügeln, mit den Flügeln des Heeres die des feindlichen umgehen und einschließen; Pol. 11, 23, 5; Plut. Brut. 23.
French (Bailly abrégé)
ὑπερκερῶ :
1 déborder les ailes ou une aile d'une armée, acc.;
2 déborder en forme de croissant.
Étymologie: ὑπέρ, κέρας.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκεράω: (κέρας VII) ὑπερφαλαγγῶ, κυκλώνω, τοὺς πολεμίους Πολύβ. 11. 23, 5, Πλούτ. κλπ.· ― μεταφορ., ἐκτείνομαι πέραν τινός, ἡ ἤπειρος ὑπ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 21, 24, Huds.· ὡς ὑπερκεράσαντος ὕδατος τῆς ἀντλίας Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 17.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκεράω: обходить с флангов (τοὺς πολεμίους Polyb.).