ὑπερκολακεύω

English (LSJ)

flatter immoderately, τινα D.19.160, D.C.44.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1197] übermäßig schmeicheln, τινά, Dem. 19, 160; im Schmeicheln übertreffen, Sp., wie D. Cass. 44, 7.

French (Bailly abrégé)

flatter sans mesure, bassement.
Étymologie: ὑπέρ, κολακεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκολᾰκεύω: безмерно льстить, окружать бесконечной лестью (τινά Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκολᾰκεύω: κολακεύω ὑπερμέτρως, τινὰ Δημ. 391. 19, Δίων Κάσ. 44. 6, κλπ.

Greek Monolingual

Α
κολακεύω κάποιον πολύ.

Greek Monotonic

ὑπερκολᾰκεύω: μέλ. -σω, κολακεύω υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. σω
to flatter immoderately, Dem.