ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, sub-librarian, BGU660.9 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποδιευθυντής βιβλιοθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βιβλιοθήκη + φύλαξ.