ὑποδηματοποιός

English (LSJ)

ὁ, sandalmaker, Glossaria, prob. in IG22.1576.37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.

Greek Monolingual

ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].

German (Pape)

ὑποδηματορράφος, Sp.