ὑποπόρευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, underground way, Id.2.968b.

German (Pape)

[Seite 1229] ἡ, Eingang, Plut. sol. an. 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voie souterraine.
Étymologie: ὑποπορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπόρευσις: εως ἡ подземный (потайной) ход Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπόρευσις: ἡ, ὑπόγειος δίοδος, Πλούτ. 2. 948Β.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α ὑποπορεύομαι
υπόγεια πορεία.