ὑποστύλωσις

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστύλωσις: -εως, ἡ, στύλωσις κάτωθεν, ὑποστήριξις διὰ στύλου, Ἀνώνυμ. ἢ Ἥρων Βυζ. ἐν Wesch. Poliorc. d. gr. σελὶς 224.