ὑποτόπημα

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτόπημα: τό, ὑποψία, ἐμφανῶν ὑποτοπημάτων Γεώργ. Παχυμ. ἐν Βίῳ Ἀνδρ. Παλ. 340Β.