ὑπουργητέον
English (LSJ)
one must serve or be kind to, Luc.Cont.2, Hld.7.17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ὑπουργεῖν, παρέχειν ὑπηρεσίαν, Λουκ. Χάρων 2.
Greek Monotonic
ὑπουργητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να του προσφερθεί υπηρεσία, σε Λουκ.