ὑπόγεως

English (LSJ)

ων, v. ὑπόγειος.

German (Pape)

[Seite 1212] ων, = ὑπόγειος, Hdn. epimer. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόγεως: -ων, ἴδε ὑπόγειος.

Greek Monolingual

-ων, Α
βλ. υπόγειος.