ὑπόδενδρος

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδενδρος: -ον, ὁ κεκαλυμμένος μὲ δένδρα, κατάφυτοςσύσκιος, Ἰω. Φωκᾶ Περιγραφ. Παλαιστ. 14.