ὑπόκροτος

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκροτος: -ον, ὁ ποιῶν κρότον τινὰ ἢ θόρυβον, τὸ τῆς λέξεως ὑπ Φωτ. Βιβλιοθ. 73. 33.