ὑπόσκνιπος

English (LSJ)

ὑπόσκνιπον, somewhat shortsighted, PPetr.3p.8, al. (iii B. C.); also ὑπόσκνιφος, ib.p.15 (iii B. C.), PSI8.907.21 (i A. D.); ὑπόσκιφος, Sammelb.6822.12 (ii B. C.); ὑπόσχνιφος, PTeb.816 i 18 (ii B. C.).

Greek Monolingual

και ὑπόσκνιφος και ὑπόσχνιφος και ὑπόσκιφος, -ον, Α
λίγο μύωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκνιπός «μύωπας»].