ὑφαρπαγή

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαρπᾰγή: ἡ, λαθραία ἢ δολία ἁρπαγή, διὰ τῆς τοιαύτης κομψολογίας καὶ πιθανῆς ὑφαρπαγῆς Ἀθαν. τ. 1, σ. 608Α.