ὑψίδρομος

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίδρομος: -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.

German (Pape)

hoch laufend, sich in der Höhe bewegend, Orph.