ὑψίνοος

English (LSJ)

ὑψίνοον, arrogant, ὕβρις B.12.44; high-minded, Nonn. D.9.207, Epigr.Gr.440.10 (Namara).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίνοος: -ον, ὁ ὑψηλὰ διανοούμενος, ὑψηλόφρων, Νόνν. Δ. 9. 207, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 440. 10.

German (Pape)

zusammengezogen ὑψίνους, mit hohem Sinne oder Verstande, Nonn.