ὔμμος

English (LSJ)

α, ον, Aeol. for ὑμός, ὑμέτερος, A.D.Pron.113.8.

German (Pape)

[Seite 1178] äol. = ὑμός, ὑμέτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ὔμμος: -α, -ον, Αἰολ. ἀντὶ ὑμός, ὑμέτερος, Ahrens D. Aeol. σ. 126.