ὔρχη

English (LSJ)

ἡ, jar, for pickles, in acc. pl. ὔρχας, Ar. V.676 (anap.); nom. sg. ὔρχη (twice corr. from ὔρχης) ταρίχου, ὑπογαστρίων ὔρχη, PSI4.428.8, 84 (iii B. C.); for wine, in acc. pl. ὔρχας, Ar.Fr.423. (Aeol.acc. to Poll.6.14, Sch.D.T.p.143H.; ψιλοῦται Sch.D.T.l.c.; ὑρχή (·ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται, Hsch.) is perhaps a difft. word.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vase de terre où l'on conservait le poisson salé, ou le vin.
Étymologie: mot éol. -- DELG cf. lat. orca, tous deux empr. à une langue médit.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διακριθεί από τη λ. ὕρχη].