ὕβριστις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of ὑβριστής, EM595.38.
II = ὕβρις, ib.697.56, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὕβριστις: -ιδος, ἡ, θηλ. ὑβριστής, Ἐτυμολ. Μέγ. 595. 38· ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 256, Παραλ. 443. ΙΙ. = ὕβρις, Ἐτυμολ. Μέγ. 697. 56· «ὕβριστις, ἡ ὕβρις καὶ ἀτιμία» Σουΐδ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 361.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. von ὑβριστής, EM.; s. Lobeck Phryn. 256.