poet. for ὀδώδει, 3sg. plpf. of ὄζω.
ὠδώδει: ποιητ. ἀντὶ ὀδώδει, γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. τοῦ ὄζω.
ὠδώδει: ποιητ. αντί ὀδώδει· γʹ ενικ. υπερσ. του ὄζω.