ὠδώδει

English (LSJ)

poet. for ὀδώδει, 3sg. plpf. of ὄζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὠδώδει: ποιητ. ἀντὶ ὀδώδει, γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. τοῦ ὄζω.

Greek Monotonic

ὠδώδει: ποιητ. αντί ὀδώδει· γʹ ενικ. υπερσ. του ὄζω.