v. ὠκεῖα, Epic and Ionic fem. of ὠκύς.
fém. ion. et épq. de ὠκύς.
ὠκέᾰ: Επικ. αντί ὠκεῖα, θηλ. του ὠκύς.
ὠκέᾰ: эп.-ион. (= ὠκεῖα) f к ὠκύς.
ep. und ion. = ὠκεῖα, s. ὠκύς.