ὠκέως

French (Bailly abrégé)

adv.
rapidement, vite, avec agilité.
Étymologie: ὠκύς.

German (Pape)

adv. von ὠκύς, zuerst bei Pind.

Russian (Dvoretsky)

ὠκέως: adv. быстро, скоро Pind., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκέως: Ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, ταχέως, πρῶτον παρὰ Πινδ., χερσί .. καθέλεν ὠκέως Νέμ. 10, 120.

English (Slater)

ὠκέως v. ὠκύς.

Greek Monotonic

ὠκέως: επίρρ. του ὠκύς, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[adverb of ὠκύς, Pind.]