ὠκαλέος

Greek (Liddell-Scott)

ὠκᾰλέος: -η, -ον, = ὠκύς, «ὠκαλέον· ταχύ, ὀξὺ» Ἡσύχ.· πιθ. Ἐπικ. τύπος.

German (Pape)

ὠκύς, Hesych.