ὠκυδρόμας

English (LSJ)

-ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Epigr. ap. Paus.6.13.10.

German (Pape)

ὁ, = ὠκυδρόμος, Epigr. adesp. 126 (APP 389).

Russian (Dvoretsky)

ὠκυδρόμᾱς: ου adj. m Anth. = ὠκυδρόμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυδρόμας: -ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 389.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ὠκύδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύδρομος, κατά τα αρσ. σε -ας].

Greek Monotonic

ὠκυδρόμας: -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ.