ὠκυλόχεια

English (LSJ)

ἡ, giving a quick birth, of Artemis, Orph. H.2.4, 36.8; of Φύσις, ib.10.19.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠλόχεια: ἡ, ἡ ταχύνουσα ἢ εὐκολύνουσα τὸν τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1.4, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λοχεία «τοκετός»].

German (Pape)

ἡ, die eine schnelle, leichte Geburt befördert, Orph. H. 1.4, öfter.