ὤλισθον, v. ὀλισθάνω.
v. ὀλισθάνω.
ὠλίσθησα: aor. 1 к ὀλισθάνω.
ὠλίσθησα: ὤλισθον, ἴδε ἐν λ. ὀλισθαίνω.
ὠλίσθησα: ὤλισθον, αόρ. αʹ και βʹ του ὀλισθαίνω.