ὠλίσθησα

English (LSJ)

ὤλισθον, v. ὀλισθάνω.

French (Bailly abrégé)

v. ὀλισθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὠλίσθησα: aor. 1 к ὀλισθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλίσθησα: ὤλισθον, ἴδε ἐν λ. ὀλισθαίνω.

Greek Monotonic

ὠλίσθησα: ὤλισθον, αόρ. αʹ και βʹ του ὀλισθαίνω.