ὠμόθριξ

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, fierce-crested, χέλυδρος (of Antenor) Lyc. 340.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τραχεῖαν, ἀγρίαν κόμην, Λυκόφρ. 340.

German (Pape)

τριχος, mit rohem, wilden Haare, χέλυδρος Lyc. 340.