ὠστέον

English (LSJ)

(ὠθέω) one must thrust out, D.Chr.70.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὠστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, δεῖ ὠθεῖν, ὠστέον τοῦτον τὸν ἄνθρωπον εἰς τοὺς ἀλαζόνας καὶ ἀνοήτους Δίων Χρυσ. 2. 376.