ὠτειλόομαι

English (LSJ)

Pass., cicatrize, Hp.Fract.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτειλόομαι: Παθ., ἐπουλοῦμαι, σχηματίζω οὐλήν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 769.