ὡρμέαται

English (LSJ)

ὡρμέᾰτο, v. ὁρμάω.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρμέᾰται: ὡρμέᾰτο, ἴδε ὁρμάω.

Greek Monotonic

ὡρμέᾰται: -έᾰτο, Ιων. αντί ὥρμηνται, -ηντο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὁρμάω.