ὡρμέᾰτο, v. ὁρμάω.
ὡρμέᾰται: ὡρμέᾰτο, ἴδε ὁρμάω.
ὡρμέᾰται: -έᾰτο, Ιων. αντί ὥρμηνται, -ηντο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὁρμάω.