ὤνθρωπος

Greek (Liddell-Scott)

ὤνθρωπος: ὤνθρωποι, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ ὁ ἄνθρ-, οἱ ἄνθρ-, Ἡρόδ. 7. 11, 49.

Russian (Dvoretsky)

ὤνθρωπος: in crasi Her. = ὁ ἄνθρωπος.