ὤνομα

German (Pape)

[Seite 1412] τό, äol. = ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

éol. c. ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

ὤνομα: τό эол. = ὄνομα.

Greek (Liddell-Scott)

ὤνομα: Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα.

Greek Monotonic

ὤνομα: τό, Αιολ. αντί ὄνομα.

Middle Liddell

ὤνομα, ατος, τό, [aeolic for ὄνομα.]