[Seite 1412] τό, äol. = ὄνομα.
éol. c. ὄνομα.
ὤνομα: τό эол. = ὄνομα.
ὤνομα: Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα.
ὤνομα: τό, Αιολ. αντί ὄνομα.
ὤνομα, ατος, τό, [aeolic for ὄνομα.]