ὤρετο

English (LSJ)

v. ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὤρετο: 3 л. sing. aor. 2 med. к ὄρνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὤρετο: ἴδε ἐν λ. ὄρνυμι.

English (Autenrieth)

see ὄρνῦμι.

Greek Monotonic

ὤρετο: γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄρνυμι.