v. ὄρνυμι.
ὤρετο: 3 л. sing. aor. 2 med. к ὄρνυμι.
ὤρετο: ἴδε ἐν λ. ὄρνυμι.
see ὄρνῦμι.
ὤρετο: γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄρνυμι.