ὤριον

English (LSJ)

Adv., Ion. for αὔριον, Gramm.post Greg.Cor.p.698S.

German (Pape)

[Seite 1414] adv., ion. statt αὕριον.

Greek (Liddell-Scott)

ὤριον: ἐπίρρ., Ἰων. ἀντὶ αὔριον, Ἐκλογ. Γραμματικ. Βατικαν. παρὰ τῷ Γρηγ. Κορίνθου παράρτ. 698.