ὥτερος

English (LSJ)

Doric for ὁ ἕτερος, Theoc. 7.36.

French (Bailly abrégé)

crase dor. p.ἕτερος.

Russian (Dvoretsky)

ὥτερος: in crasi = ὁ ἕτερος.

German (Pape)

v. a.E. ἕτερος.