ὦμμαι

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de ὁράω, v. ὅσσομαι.

Greek Monotonic

ὦμμαι: Παθ. παρακ. του ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

ὦμμαι: pf. pass. к ὁράω.