ὦσα

English (LSJ)

Ep. and Ion. for ἔωσα, aor. 1 Act. of ὠθέω, q.v.

French (Bailly abrégé)

ao. de ὠθέω.

Greek Monotonic

ὦσα: Επικ. και Ιων. αντί ἔωσα, Ενεργ. αόρ. αʹ του ὠθέω· ὤσαιμεν, αʹ πληθ. ευκτ.

Russian (Dvoretsky)

ὦσα: aor. к ὠθέω.