ὧπερ

English (LSJ)

Dor. for ὅθενπερ, whence, Theoc.3.26.

German (Pape)

[Seite 1412] adv., dor. = οὗπερ, wo, woselbst.

Greek Monotonic

ὧπερ: Δωρ. αντί οὗπερ, όπου, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὧπερ: Theocr. = οὗπερ.

Middle Liddell

[doric for οὗπερ
where, Theocr.