(=ὁ θεός τοῦ κάτω κόσμου, ὁ τόπος ὃπου πήγαιναν οἱ νεκροί). Ἀπό τό α στερητ.+ϝιδ τοῦ ἰδεῖν ἀπό τό ὁρῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.